τρωγλοδυτῶν

τρωγλοδυτῶν
τρωγλοδύτης
one who creeps into holes
masc gen pl
τρωγλοδυτέω
dwell in holes
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωγλοδύτων — τρωγλόδυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • φωλεός — ο, ΝΑ, και επικ. τ. φωλειός και ετερκλ. τ. πληθ. φωλεά, τά, Α οπή ή κρύπτη που χρησιμεύει ως κατάλυμα διαφόρων ζώων και, κυρίως, ο τόπος όπου αυτά διέρχονται τη χειμέρια νάρκη αρχ. κατοικία τρωγλοδυτών, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η… …   Dictionary of Greek

  • Κρίστενσεν, Τομ — (Tom Kristensen, Λονδίνο 1893 – Δανία 1974). Δανός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, από το οποίο αποφοίτησε το 1919. Το 1920 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Όνειρα πειρατή. Επίσης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”